- παρεισάγων
- παρεισάγωlead in by one's sidepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεισάγω — ΝΜΑ εισάγω με επιτηδειότητα, με δόλιο και απατηλό τρόπο (α. «Σωκράτης ξένα παρεισάγων δαιμόνια», Πλούτ. β. «...ψευδοδιδάσκαλοι οἵτινες παρεισάξουσι αἱρέσεις ἀπωλείας», ΚΔ γ. «ἑτέρους προφήτας παρεισάγονται», Ιω. Δαμ.) αρχ. 1. προσάγω από τα… … Dictionary of Greek